- Δίκτυνναν
- Δίκτυνναgoddess of the chasefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHARME seu CARME — CHARME, seu CARME mater Britomartis, ex Iove. Diodor. Sic. l. 5. Βριτόμαρτιν δὲ, τὴν προσαγορευ ομένην Δίκτυνναν, μυθολογοῦσι γενέςθαι μεν εν Καινοῖ τῆς Κρήτης ἐκ Διὸς καὶ Χάρμης. Meminit eiusdem Scriptor Ceiris: item Pausan. cuius verba ad… … Hofmann J. Lexicon universale
πολύθηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα 2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.) 3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θηρος (< … Dictionary of Greek
τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek